σγουριάζω
Смотреть что такое "σγουριάζω" в других словарях:
σγουραίνω — και σγουρώνω και σγουρύνω και μόνον ως αμτβ. σγουριάζω και σγουρίζω Ν [σγουρός] 1. μτφ. κάνω κάτι σγουρό, βοστρυχώνω, κατσαρώνω 2. (αμτβ.) γίνομαι σγουρός («τα μαλλιά της τελευταία έχουν σγουρύνει πολύ») … Dictionary of Greek